- συμπεριάγω
- Α [περιάγω]1. περιάγω, περιφέρω συγχρόνως2. μέσ. συμπεριάγομαιφέρνω μαζί μου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμπεριάγῃ — συμπερϊάγῃ , συμπεριάγω carry about along with pres subj mp 2nd sg συμπερϊάγῃ , συμπεριάγω carry about along with pres ind mp 2nd sg συμπερϊάγῃ , συμπεριάγω carry about along with pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμπεριαγομένων — ξυμπερϊαγομένων , συμπεριάγω carry about along with pres part mp fem gen pl ξυμπερϊαγομένων , συμπεριάγω carry about along with pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεριαγομένων — συμπερϊαγομένων , συμπεριάγω carry about along with pres part mp fem gen pl συμπερϊαγομένων , συμπεριάγω carry about along with pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεριαγόμενον — συμπερϊαγόμενον , συμπεριάγω carry about along with pres part mp masc acc sg συμπερϊαγόμενον , συμπεριάγω carry about along with pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεριάγει — συμπερϊάγει , συμπεριάγω carry about along with pres ind mp 2nd sg συμπερϊάγει , συμπεριάγω carry about along with pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεριάγον — συμπερϊάγον , συμπεριάγω carry about along with pres part act masc voc sg συμπερϊάγον , συμπεριάγω carry about along with pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεριαγωγή — ἡ, ΜΑ [συμπεριάγω] περιφορά κατά την ίδια κατεύθυνση με κάποιον άλλον … Dictionary of Greek
συμπεριαγωγός — ὁ, ἡ, Α [συμπεριάγω] αυτός που συντελεί στην περιαγωγή*, στην περιφορά … Dictionary of Greek
ξυμπεριάγειν — ξυμπερϊάγειν , συμπεριάγω carry about along with pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμπεριάγεσθαι — ξυμπερϊάγεσθαι , συμπεριάγω carry about along with pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)